- γειτνιώ
- γειτνιῶ, -άω (AM)1. είμαι κοντινός, γειτονεύω2. μοιάζω με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων (-ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος. Ο τ. γειτνία θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο τού γειτνιώ, ενώ είχε υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. το ρ. γειτνιώ < γειτνία < γείτων (-ονος)].
Dictionary of Greek. 2013.